σκαπετώ

σκαπετώ
-άω, Ν
βλ. σκαπετίζω.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • σκαπετώ — και σκαπετίζω σκαπέτισα (λ. ιταλ.) 1. περνάω την κορυφή υψώματος και εξαφανίζομαι. Σκαπέτισαν την κορυφή του λόφου και χάθηκαν από τα μάτια μας. 2. δραπετεύω: Σκαπέτισαν κρυφά χωρίς να τους αντιληφθεί κανένας. 3. μτφ., καταπίνω: Του πονάει ο… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • σκαπετίζω — και σκαπετώ Ν 1. γίνομαι άφαντος τρέχοντας, δραπετεύω, τό σκάω 2. εξαφανίζομαι περνώντας την κορυφή υψώματος 3. (γενικά) διαφεύγω κίνδυνο, ξεφεύγω, γλυτώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. scappare «φεύγω, τρέχω, ξεφεύγω»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”